- κιλοβολταμπερώριο
- το μονάδα φαινόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που αναπτύσσεται σε χρονικό διάστημα μιας ώρας από μηχανή που έχει φαινόμενη ισχύ ενός κιλοβολταμπέρ (σύμβ. kVAh).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιλο- — α συνθετικό διαφόρων μετρητικών μονάδων οι οποίες αποτελούνται από χίλιες μονάδες κατώτερης τάξης. ΣΥΝΘ. κιλοβάτ, κιλοβατώρα, κιλοβολταμπέρ, κιλοβολταμπερώριο, κιλοπόντ, κιλοποντόμετρο, κιλοτζάουλ, κιλοτόννος, κιλοχέρτς … Dictionary of Greek